- ιπποδρόμιος
- -ο(ν) (ΑΜ ἱπποδρόμιος, -ον) [ιππόδρομος]το ουδ. ως ουσ. το ιπποδρόμιο(ν)ο ιππόδρομος, χώρος προορισμένος για ιπποδρομίεςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ.1. το ιπποδρόμιοστεγασμένο αμφιθέατρο με κυκλική κονίστρα, στο οποίο γίνονται ακροβατικά γυμνάσματα με ίππους ή με γυμναστικά όργανα, κν. τσίρκο(ς)2. ανοιχτός χώρος κατάλληλος για τις ασκήσεις τών ίππων και τών ιππέων τών έφιππων σωμάτωνμσν.ιππικοί αγώνεςαρχ.1. αυτός που ανήκει σε αγώνα ίππων2. το αρσ. ως ουσ. Ἱπποδρόμιοςα) ονομασία ενός μήνα στη Βοιωτία, στους Δελφούς και στη Ναύπακτοβ) επίθ. τού Ποσειδώνος στον Πίνδαρο.
Dictionary of Greek. 2013.